- ἔνοπτρον
- ἔνοπτρονmirrorneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ένοπτρον — ἔνοπτρον, το (Α) 1. καθρέφτης 2. κάθε επιφάνεια που αντανακλά, που μοιάζει με καθρέφτη. [ΕΤΥΜΟΛ. < εν + οπτρον < θ. οπ (πρβλ. όπωπα)] … Dictionary of Greek
ἐνόπτροις — ἔνοπτρον mirror neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνόπτρου — ἔνοπτρον mirror neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνόπτρων — ἔνοπτρον mirror neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνόπτρῳ — ἔνοπτρον mirror neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔνοπτρα — ἔνοπτρον mirror neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ενοπτρίζω — ἐνοπτρίζω (AM) [ένοπτρον] Ι. αντανακλώ, αντικατοπτρίζω ΙΙ. μέσ. ἐνοπτρίζομαι 1. καθρεφτίζομαι, φαίνομαι σαν μέσα σε καθρέφτη 2. οραματίζομαι μσν. κοιτάζω, αντικρίζω … Dictionary of Greek